- βαρύς
- -ιά, -ύ και βαριός, -ιά, -ό (AM βαρύς, -εῑα, -ύ)Ι. 1. αυτός που έχει βάρος2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν»)3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά»)4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν»)5. αλαζονικός, υπερήφανος6. δύσκολος, που απαιτεί κόπο και θυσίες («βαριά η καλογερική», «όρκος γάρ ουδείς ανδρί φηλήτη βαρύς»)7. δεινός, κρίσιμος, επικίνδυνος («βαριά αρρώστια», «Κύπρις βαρεία)8. (για φαγητό) δύσπεπτος9. δυσκίνητος, βραδυκίνητος10. (για ήχο) βαθύς, χαμηλόςμσν.- νεοελλ.1. προσβλητικός2. υπερβολικός3. (για τον ύπνο) βαθύς4. θλιμμένος, πικραμένος («βαριά καρδιά»)5. (για τον πόλεμο) σφοδρός6. (για τον έρωτα) πανίσχυρος, ακατανίκητος7. πλούσιος, βαθύπλουτος («βαρύς νοικοκύρης»)νεοελλ.1. φρ. «έχω βαρύ το κεφάλι μου» — νιώθω βάρος στο κεφάλι, έχω πόνο2. αυτός που προκαλεί βαθιά εντύπωση («βαριά κατάρα»)3. πυκνός, όχι ελαφρός ή αραιός («βαρύς καφές», «βαρύ λάδι»)4. (για το έδαφος) σκληρός, που δύσκολα οργώνεται ή καλλιεργείται («βαρύ αμπέλι», «...χωράφι» κ.λπ.)5. σοβαρός, λιγόλογος6. δυσαρεστημένος («μου κάνει τον βαρύ»)7. ο βαρυκέφαλος, ο δύσνους8. ανθυγιεινός, νοσηρός («βαρύ κλίμα», «βαρύς αέρας»)9. μακροχρόνιος («βαρύ ταξίδι»)10. πολύτιμος («βαρύ πράμα», «...ύφασμα», «...αμπέλι»)11. (για ενδύματα) επίσημος12. ξεχωριστός, διακεκριμένος («βαρύς γιατρός», «βαριά νοικοκυρά»)II. 1. το θηλ. ως ουσ. βαρεία, η (AM βαρεῑα)μσν.- νεοελλ.σημείο τονισμού που μπαίνει στη λήγουσα όταν δεν ακολουθεί στίξηαρχ.(ενν. προσῳδία) χαρακτηρισμός της προφοράς των συλλαβών που δεν τονίζονται2. ως ουσ. ο βαριός, η βαριά, το βαριό (Μ βαρέα, η)η σφύρα του σιδηρουργού ή του λατόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βαρύς ταυτίζεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με το αρχ. ινδ. guru-, αβ. gouru-, γοτθ. kaurus και ανάγεται στην ινδοευρ, ρίζα *gwer-»βαρύς», της οποίας αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα, όπως ακριβώς και το βάρος*. Μ' αυτά συνδέεται και το λατ. gravis «βαρύς» με θέμα σε -i και όχι τελείως σαφή βαθμίδα ρίζας].
Dictionary of Greek. 2013.